- προνοητικός
- -ή, -ό / προνοητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προνοητής]1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν... προνοητικῶν μᾱλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων», Ξεν.)μσν.-αρχ.αυτός που προέρχεται από τον θεό, θεόσταλτοςαρχ.1. (για θεό) αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («θεὸς προνοητικὸς κόσμου», Διογ. Λαέρ.)2. (για πράγμα ή ενέργεια) αυτός που ενέχει πρόθεση, σκοπιμότητα («καὶ τοῡτο, ἔφη, προνοητικόν», Ξεν.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προνοητικόνη πρόνοια.επίρρ...προνοητικώς / προνοητικῶς ΝΜΑ και προνοητικά Νκατά τρόπο προνοητικό («ταῡτα οὕτω προνοητικῶς πεπραγμένα», Ξεν.)αρχ.φρ. «προνοητικῶς ἔχω» — προνοώ, φροντίζω.
Dictionary of Greek. 2013.